ἀηδόνος

ἀηδόνος
ἀηδών
songstress
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αήδονος — ἀήδονος, ον (Μ) [ἡδονή] ο ανήδονος* …   Dictionary of Greek

  • ἀηδόνων — ἀήδονος masc/fem/neut gen pl ἀηδών songstress fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ίτυλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ζήθου και της Αηδόνας, η οποία τον σκότωσε τη στιγμή που ετοιμαζόταν, από φθόνο, να φονεύσει τον γιο της, Αμαλέα. Ο Σοφοκλής τον ονομάζει Ίτυ, ενώ αναφέρεται και από άλλους ποιητές. * * * Ἴτυλος, ὁ (Α) 1. γιος τού… …   Dictionary of Greek

  • ευστομώ — εὐστομῶ, έω (Α) 1. [εύστομος] 1. (για αηδόνι) κελαηδώ ωραία («ἠκροῶντο δὲ ὥσπερ εὐστομούσης ἀηδόνος», Φιλόστρ.) 2. (για πρόσ.) μιλώ με καθαρή προφορά («πρῶτον μὲν εὐθὺς εὐστομεῑν διδάσκεται τέρπων ἅπαντας», Λουκιαν.) 3. (για νόμο) είμαι σαφής 4.… …   Dictionary of Greek

  • κιρκήλατος — κιρκήλατος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • Κλεινοβού, δήμος — Νέος δήμος (2.301 κάτ.) του νομού Τρικάλων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Κλεινού, Αηδόνος, Γλυκομηλιάς, Καλογριανής, Παλαιοχωρίου και Χρυσομηλιάς, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”